“Χειμώνας του ’44. Για έναν ολόκληρο χρόνο κρυβόμουν από τους Γερμανούς, σε ένα μικρό χωριουδάκι. Κρυβόμουν μέσα σε μια καλύβα, σκεπασμένη με χιόνι. Και έφτασαν και σ’ αυτό το χωριό. Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, ψάχνοντας για Εβραίους. Ο αγρότης που μ’ έκρυβε, μου ζήτησε να φύγω. Αν με έβρισκαν εκεί, θα σκότωναν κι αυτόν και την οικογένεια του. Περπατούσα μέσα στη νύχτα, χωρίς να ξέρω που πηγαίνω. Το κρύο αβάσταχτο. Και τότε… τον άκουσα να γρυλίζει σιγανά. Ήταν ο σκύλος του αγρότη, ένας γκρίζος λύκος. Ζούσε δεμένος με μια χοντρή αλυσίδα. Με μύρισε και δεν γάβγισε παρά με πλησίασε, ώσπου η αλυσίδα του τεντώθηκε. Ήρεμα και σιωπηλά, έγλυψε τα παγωμένα δάχτυλα του χεριού μου. Κοιταχτήκαμε και του ζήτησα να με σώσει. Κι αυτός κατάλαβε. Με τράβηξε από τα ρούχα και εγώ κράτησα την παγωμένη αλυσίδα του και τον ακολούθησα. Με πήγε στο σπίτι του, έσκυψα και χώθηκα μέσα, παγωμένος και με μάτια που είχαν μάθει στο σκοτάδι. Αυτός ξάπλωσε δίπλα μου και με ζέστανε με το σώμα του. Για τρεις μήνες, για ενενήντα μέρες και ενενήντα νύχτες, έμεινα εκεί μαζί του. Μοιραζόμασταν το φαγητό από το ίδιο πιάτο. Κι όταν κάποιος πλησίαζε το μικρό ξύλινο καταφύγιο μας, στην άκρη του δάσους, αυτός τον έδιωχνε με άγρια γαβγίσματα. Κουλουριασμένος με τις ώρες, κοιτούσα μέσα από τα κενά στις σανίδες, τον ουρανό και τα γυμνά δέντρα. Είχα δει τον αγρότη και ξέρω, ότι με είχε δει και αυτός, γιατί το πιάτο που μοιραζόμασταν, γέμιζε πια με διπλή μερίδα. Και όταν έφυγαν οι Γερμανοί επέστρεψα, και αγόρασα το σκύλο από τον αγρότη. Του έβγαλα την αλυσίδα, και αυτός με ακολούθησε. Με είχε σώσει και θα του ήμουν πιστός. Δεν ήταν δυνατόν να μην γυρίσω πίσω, για αυτόν. Δεν θα είχα γίνει άνθρωπος ξανά….”
Anna Bitsani